- οἰκτρότης
- οἰκτρότης, ητος, ἡ,A piteous condition, Poll.3.116, Sch.E.Or.672.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἰκτρότης — piteous condition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότητι — οἰκτρότης piteous condition fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότητος — οἰκτρότης piteous condition fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρότητα — η (Α οἰκτρότης, ητος) [οικτρός] οικτρή, ελεεινή κατάσταση, αθλιότητα … Dictionary of Greek